- σκαρφίζομαι
- Ν1. συλλαμβάνω με τον νου σχέδιο, επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι (α. «το επίσημο κράτος... σκαρφιζότανε κάθε λίγο και λιγάκι ένα καινούργιο χαράτσι», Διδώ Σωτηρίουβ. «τί πήγε και σκαρφίστηκε»)2. (ως απρόσ. μαζί με την προσωπ. αντων. μού, σού, τού, κυρίως στον αόρ.) μού μπήκε μια ιδέα, έβαλα κάτι στον νου, μού κάπνισε («τού σκαρφίστηκε να γίνει καλόγερος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκαριφῶμαι, με σίγηση τού -ι- και ρηματ. κατάλ. -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.